κρανεινος

κρανεινος
    κρανέϊνος
    κρᾰνέϊνος
    3
    сделанный из кизиловой древесины, кизиловый
    

(ἀκόντιον HH.; τόξα Her.; παλτόν Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κρανεινος" в других словарях:

  • κρανέινος — η, ο και κρανένιος, α, ο (AM κρανέινος, ΐνη, ον, Α και κρανάϊνος, ΐνη, ον και κράνινος, ίνη, ον) κατασκευασμένος από ξύλο κρανιάς («κρανέινα παλτὰ ἔχοντες», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά» + κατάλ. ινος (πρβλ. οστέ ινος, στυππέ ινος). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • κρανέινον — κρανέϊνον , κρανέινος made of the wood of masc acc sg κρανέϊνον , κρανέινος made of the wood of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράνειος — κράνειος, εία, ον (Α) κρανέινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά»] …   Dictionary of Greek

  • κράνινος — κράνινος, ίνη, ον (Α) βλ. κρανέινος …   Dictionary of Greek

  • κρανάινος — κρανάινος, ΐνη, ον (Α) βλ. κρανέινος …   Dictionary of Greek

  • κρανένιος — α, ο [κρανιά] κρανέινος* …   Dictionary of Greek

  • κρανίτικος — η, ο [κρανιά] κρανέινος, κατασκευασμένος από κρανιά …   Dictionary of Greek

  • περίτυλος — ον, Α 1. (για μέρος τού σώματος) γεμάτος τύλους, κάλους 2. το αρσ. ως ουσ. φρ. «περίτυλος κρανέϊνος» ξύλινο περίζωμα διακοσμημένο με εξογκώματα σαν κεφάλια καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τύλος «σκληρό εξόγκωμα, ρόζος»] …   Dictionary of Greek

  • κρανείνοις — κρανεΐνοις , κρανέινος made of the wood of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανείνῳ — κρανεΐνῳ , κρανέινος made of the wood of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανέινα — κρανέϊνα , κρανέινος made of the wood of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»